- ὑποστήσαντα
- ὑφίστημιplaceaor part act neut nom/voc/acc plὑφίστημιplaceaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καρυάτιδα — η (AM Καρυᾱτις, ιδος) αρχιτ. κίονας που έχει γυναικεία μορφή και υποβαστάζει τον θριγκό ενός οικοδομήματος (α. «οι Καρυάτιδες τού Ερεχθείου» β. «δειπνεῑν δεῑ ὑποστήσαντα τὴν ἀριστερὰν χεῑρα ὥσπερ αἱ Καρυάτιδες», Αθήν.) αρχ. 1. ιέρεια τὴς… … Dictionary of Greek